γηραιοῦ

γηραιοῦ
γηραιός
aged
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κακοπάθεια — και κακοπάθια και κακοπαθιά, η (AM κακοπάθεια, Α και κακοπαθία, Μ και κακοπαθεία) [κακοπαθής] το να κακοπαθεί κάποιος, κακουχία, ταλαιπωρία, αθλιότητα («τοῡ γηραιοῡ... τὴν ἀπροσδόκητον κακοπάθειαν», Αντιφ.) νεοελλ. 1. διαβίωση γεμάτη στερήσεις,… …   Dictionary of Greek

  • πάγουρος — Δεκάποδο καρκινοειδές, της οικογένειας των παγουριδών. Το σώμα περιλαμβάνει τον κεφαλοθώρακα, πολύ σκληρό, επειδή καλύπτεται από τον ισχυρά χιτινώδη εξωσκελετό, και τη μαλακή κοιλιά, που ο π. την προστατεύει από τους επιτιθέμενους τοποθετώντας… …   Dictionary of Greek

  • προαποθνήσκω — προαποθνῄσκω ΝΜΑ πεθαίνω πρωτύτερα ή πεθαίνω πρώτος («ἵνα μὴ σπάνει τῶν ἀναγκαίων προαποθνήσκοιμεν τῆς γηραιού τελευτῆς», Αντιφ.) αρχ. πεθαίνω υπερασπιζόμενος κάποιον …   Dictionary of Greek

  • Χίτλερ, Αδόλφος — (Hitler, Μπράουναου, Αυστρία 1889 – Βερολίνο 1945). Γερμανός πολιτικός. Είναι μια από τις σκοτεινότερες φυσιογνωμίες της νεότερης ιστορίας, που δεν μπορεί όμως να κριθεί ανεξάρτητα από την πνευματική και πολιτική ζωή της Γερμανίας, όπως είχε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”